Μια μέρα η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να φέρουν από ένα φρούτο ή ένα λαχανικό για να μάθουν να τα αναγνωρίζουν .
- Τι έφερες , Μαρία ;
- Εγώ έχω φέρει ένα πράγμα που είναι στρογγυλό , πορτοκαλί , νόστιμο και πολύ ζουμερό .
- Για πείτε μου παιδιά , τι έφερε η Μαρία ;
- Πορτοκάλιιιιιι , απαντούν τα παιδιά . Και η Μαρία έβγαλε από την τσάντα της το πορτοκάλι και το έδειξε στα παιδιά .
- Τι έχεις εσύ , Γιαννάκη ;
- Έχω ένα πράγμα πράσινο, που έχει γύρω - γύρω μεγάλα πράσινα φύλλα και είναι πολύ νόστιμο .
- Για πείτε μου παιδιά , τι έχει ο Γιαννάκης ;
- Μαρούλιιιιιιιι , απαντούν τα παιδιά . Και ο Γιαννάκης έδειξε το μαρούλι που είχε σε μια σακούλα .
Αυτό συνεχίστηκε για ώρα μέχρι που όλα σχεδόν τα παιδιά μίλησαν γι αυτά που έφεραν . Όση ώρα μιλούσαν τα άλλα παιδιά η δασκάλα έριχνε κλεφτές ματιές στο Μπόμπο , ο οποίος καθόταν ήσυχος στο θρανίο του έχοντας το δεξί του χέρι συνέχεια στην τσέπη του παντελονιού του .
Φοβόταν λίγο να τον ρωτήσει αλλά στο τέλος του είπε δειλά :
- Εσύ, Μπόμπο, έφερες κάτι ;
- Εγώ , έχω κάτι που είναι λίγο σκούρο , μακρουλό και λίγο χοντρουλό . Της μαμάς μου και της αδελφής μου τους αρέσει πολύ , λένε ότι είναι νοστιμότατη , τρελαίνονται γι αυτή , αλλά εμένα δε μ αρέσει , είναι αηδία ! Να τη βγάλω ;
- Όχι ! φωνάζει έντρομη η δασκάλα .
- Α ! κατάλαβα , λέει γελώντας ο Μπόμπος . Ούτε σε σας αρέσει η πατάτα !
- Τι έφερες , Μαρία ;
- Εγώ έχω φέρει ένα πράγμα που είναι στρογγυλό , πορτοκαλί , νόστιμο και πολύ ζουμερό .
- Για πείτε μου παιδιά , τι έφερε η Μαρία ;
- Πορτοκάλιιιιιι , απαντούν τα παιδιά . Και η Μαρία έβγαλε από την τσάντα της το πορτοκάλι και το έδειξε στα παιδιά .
- Τι έχεις εσύ , Γιαννάκη ;
- Έχω ένα πράγμα πράσινο, που έχει γύρω - γύρω μεγάλα πράσινα φύλλα και είναι πολύ νόστιμο .
- Για πείτε μου παιδιά , τι έχει ο Γιαννάκης ;
- Μαρούλιιιιιιιι , απαντούν τα παιδιά . Και ο Γιαννάκης έδειξε το μαρούλι που είχε σε μια σακούλα .
Αυτό συνεχίστηκε για ώρα μέχρι που όλα σχεδόν τα παιδιά μίλησαν γι αυτά που έφεραν . Όση ώρα μιλούσαν τα άλλα παιδιά η δασκάλα έριχνε κλεφτές ματιές στο Μπόμπο , ο οποίος καθόταν ήσυχος στο θρανίο του έχοντας το δεξί του χέρι συνέχεια στην τσέπη του παντελονιού του .
Φοβόταν λίγο να τον ρωτήσει αλλά στο τέλος του είπε δειλά :
- Εσύ, Μπόμπο, έφερες κάτι ;
- Εγώ , έχω κάτι που είναι λίγο σκούρο , μακρουλό και λίγο χοντρουλό . Της μαμάς μου και της αδελφής μου τους αρέσει πολύ , λένε ότι είναι νοστιμότατη , τρελαίνονται γι αυτή , αλλά εμένα δε μ αρέσει , είναι αηδία ! Να τη βγάλω ;
- Όχι ! φωνάζει έντρομη η δασκάλα .
- Α ! κατάλαβα , λέει γελώντας ο Μπόμπος . Ούτε σε σας αρέσει η πατάτα !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου